- ενουρήθρα
- ἐνουρήθρα, η και ἐνούρηθρον, το (Α) [ενουρώ]ουροδοχείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνουρήθρα — ἐνουρήθρᾱ , ἐνουρήθρα chamberpot fem nom/voc/acc dual ἐνουρήθρᾱ , ἐνουρήθρα chamberpot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνουρήθραν — ἐνουρήθρᾱν , ἐνουρήθρα chamberpot fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek